αιματοφοβία

αιματοφοβία
η
παθολογικός φόβος που έχει κάποιος στη θέα τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hemophobia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < hemo (< αίμα) + -phobia (< λατ. -phobia < ελλ. φόβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφοβία — η η αιματοφοβία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”